- ενυποθηκεύω
- μετ. закладывать, отдавать в залог, ипотеку (недвижимое имущество)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ενυποθηκεύω — (Μ ἐνυποθηκεύω) καθιστώ κάτι ενυπόθηκο, τό επιβαρύνω με υποθήκη, τό υποθηκεύω, τό βάζω υποθήκη … Dictionary of Greek